Απόψεις, απόψεις και (άλλες) απόψεις: η ανατριχίλα στο Εφετείο.

5.4.2009
Ελένη Κοσμά – Στέργιος Μήτας

 

Με έκπληξη (ολίγη, καθότι συνηθισμένοι στα τερτίπια της ελληνικής δικαιοσύνης) και ντροπή (πολλή, για τον ίδιο λόγο) παρακολουθήσαμε την τελευταία πράξη του δράματος με πρωταγωνιστή τον ναζιστή Κωνσταντίνο Πλεύρη. Οι δικαστές του Εφετείου αποφάσισαν πως θα μπορούσαν και να πεθάνουν (κακοποιώντας για μια ακόμη φορά τη βολταιρική ρήση) για να έχει ο κ. Πλεύρης την ελευθερία να ελπίζει στην ανάσταση του Χίτλερ –και κάπως έτσι θα πρέπει να ένιωθαν και τα έξι εκατομμύρια Εβραίων που εξοντώθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα: οι άνθρωποι αυτοί ήσαν, το δίχως άλλο, πεπεισμένοι πως πέθαιναν για την ελευθερία του λόγου. «Η ιστορία της ανθρωπότητος θα καταλογίση στον Αδόλφο Χίτλερ τα εξής: Δεν απήλλαξε, ενώ ηδύνατο, την Ευρώπη από τους Εβραίους», ιδού η «άποψη» του κ. Πλεύρη, για την οποία η ελληνική δικαιοσύνη θα μπορούσε να πέσει (ή να ρίξει, ιδού το κρίσιμο ερώτημα) στα συρματοπλέγματα –και αν τα συρματοπλέγματα του Άουσβιτς, για παράδειγμα, είναι κάπως απαρχαιωμένα, δεν πειράζει, η κ. Εφέτης μας καθησυχάζει: μπορούμε να φτιάξουμε και άλλα στρατόπεδα. 

 «Άποψη: τούτη η λέξη φέρνει όνειρα…Είναι αυτή την οποία χρησιμοποιεί η οικοδέσποινα για να διακόψει μια συζήτηση που κινδυνεύει να εκτραχυνθεί. Υποστηρίζει πως όλες οι απόψεις είναι ισοδύναμες, καθησυχάζει τους συνδαιτυμόνες και καθιστά τις ιδέες ακίνδυνες, εξομοιώνοντάς τες με τα γούστα […] Στο όνομα της ελευθερίας της γνώμης, ο αντισημίτης αξιώνει το δικαίωμα να κηρύττει παντού την αντιεβραϊκή του σταυροφορία. […] Αρνούμαι όμως να ονομάσω άποψη ένα δόγμα που στρέφεται ρητά εναντίον συγκεκριμένων ατόμων και το οποίο οδηγεί στην κατάργηση των δικαιωμάτων τους ή στην εξολόθρευσή τους»[1], σημειώνει ο Jean Paul Sartre στο Πορτραίτο του αντισημίτη. Ο αντισημιτισμός δεν μπορεί να είναι μία άποψη που προστατεύεται από τη φιλελεύθερη αρχή του ισοδύναμου των απόψεων: πρώτον, διότι οι ίδιοι οι σκοποί του αντισημιτικού λόγου υπονομεύουν την οποιαδήποτε φιλελεύθερη βάση επίκλησής τους και, δεύτερον, διότι δεν πρόκειται καν για μία άποψη πρόκειται «αρχικά για ένα πάθος»[2]. Αφήνοντας ανοιχτή την παλιά συζήτηση για την ελευθερία (ή μη) των εχθρών της ελευθερίας [Saint-Juste: «pas de liberté aux ennemis de liberté»] ο Sartre τονίζει ότι η ίδια η ιδεολογία του αντισημίτη μας λέει πολύ περισσότερα για την προσωπικότητά του παρά για τις ιδέες του. Το παθιασμένο μίσος του είναι το αιτιατό που προηγείται του αιτίου του και, στο βαθμό που «η φράση μισώ τους Εβραίους ανήκει στις φράσεις που ξεστομίζονται ομαδικά»[3], ο αντισημιτισμός δεν είναι παρά ένα ερμηνευτικό κλειδί για να εξηγήσουμε την παραψυχολογία της μάζας.

 

Ίσως, τελικά, να μην υπάρχει φράση στη μακραίωνη ιστορία της δυτικής σκέψης που να έχει υποστεί περισσότερες διαστρεβλώσεις από αυτήν του Βολταίρου (που, παρακαλούμε τον αναγνώστη να υποκλιθεί, η εισαγγελέας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διάβασε στα γαλλικά): «Δε συμφωνώ με αυτά που λέτε, αλλά θα έδινα και τη ζωή μου ακόμη για να έχετε το δικαίωμα να τα λέτε». Η φράση αυτή, όμως, δεν διατυπώθηκε εν κενώ, για να μπορεί να χρησιμοποιείται από τον καθένα όπως του κάνει κέφι, αλλά μέσα στην ευρύτερη πολιτική, κοινωνική και ηθική συγκυρία του Διαφωτισμού και συμπυκνώνει τις νεωτερικές διακηρύξεις του Ευρωπαικού 18ου περί εξορθολογισμού της σκέψης, αλληλεγγύης και ανεκτικότητας στην ετερότητα –δεν θέλει, λοιπόν, και ιδιαίτερη οξύνοια για να καταλάβει κανείς πως όλα τούτα δεν έχουν την παραμικρή σχέση (ή μάλλον έχουν: αν τα δει κανεί απολύτως ανεστραμμένα) με τον κ. Πλεύρη και τις «απόψεις» του.

 

Υψώνει, κατά συνέπεια, σκωπτικά (και μόνον) προσδόκιμα η ανάσυρση της συγκεκριμένης φράσης για την υπεράσπιση του κ. Πλεύρη. Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός είχε ήδη ενεργοποιήσει ένα καθήκον ηθικής ευθύνης απέναντι στις επόμενες γενιές: «Πώς οι μακρινοί απόγονοί μας θα προσπαθήσουν να τα βγάλουν πέρα με το φορτίο της ιστορίας που πρόκειται να τους αφήσουμε ύστερα από μερικούς αιώνες; Χωρίς αμφιβολία θα αξιολογήσουν τα γεγονότα … μόνο από την άποψη εκείνου που τους ενδιαφέρει, δηλαδή του τι λαοί και κυβερνήσεις δημιούργησαν ή ζημίωσαν την ανθρωπότητα στην κοσμοπολιτική κλίμακα»[4], έγραφε το 1784 ο Kant. Το χρέος της μνήμης του Ολοκαυτώματος, ακριβώς, προϋποθέτει (και προϋποτίθεται από) ένα ήθος αλληλεγγύης απέναντι στις μέλλουσες γενιές. Ας ζυγιάσουμε, λοιπόν, σε όλη της τη βαρύτητα τη δήλωση του προέδρου του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου, Μωϋσή Κωσταντίνη, μετά το πέρας της δίκης: «Προβληματιζόμαστε μετά από την απόφαση αυτή αν όσοι απειλούν, υβρίζουν, προσβάλλουν ή διακρίνουν τους Εβραίους λόγω του θρησκεύματος τους θα δικαιολογούνται πλέον επικαλούμενοι το ‘επιστημονικό σύγγραμμα’ του Κ. Πλεύρη». Η δήλωση εκθέτει ανάγλυφα την άκρα αντιστροφή στην οποία υπέβαλε το ελληνικό δικαστήριο τη φύση του παραπάνω χρέους.

 Συχνά πυκνά η ελληνική πολιτεία επικαλείται τον εγχώριο αντιρατσιστικό νόμο (ν. 927/79) ως τεκμήριο της «πλειοδοσίας» της στις επιταγές της διεθνούς κοινότητας για εγρήγορση απέναντι σε (κάθε απόχρωσης) ρατσισμό. Η αποδεικτική ισχύς είναι, πράγματι, ακλόνητη, αλλά κάπως αντίστροφη: η χρόνια (ου μην και «διατεταγμένη») αχρησία του νόμου είναι ικανή να πείσει πολύ περισσότερο για μια αναιμική αντιρατσιστική ευαισθησία.. Η εφετειακή απόφαση της Παρασκευής 27 Μάρτη 2009 έσβησε πια και την παροδική, όπως φάνηκε, υποψία θέσης σε εφαρμογή του σχετικού οπλοστασίου: η πρωτόδικη καταδίκη του Κ. Πλεύρη σε 14 μήνες φυλάκιση για το «βιβλίο» του Εβραίοι, όλη η αλήθεια ανατράπηκε στο 5μελές Εφετείο Αθηνών. Θα μπορούσαμε να αξιώσουμε πια την (όσο γίνεται) νηφάλια «απόσταξη» των γεγονότων –εάν αυτά ήσαν ήδη δεόντως γνωστά. Κι όμως: είναι παράξενη η δημόσια σιωπή που στοίχειωσε τη διαδικασία, ιδιαίτερα εάν «ακουστεί» σε αντίστιξη με την χιτλερική λογόρροια στην οποία ο κατηγορούμενος επιδόθηκε (δεχόμενος την αξιοσημείωτη, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, άμιλλα από πλευράς ορισμένων δικαστικών λειτουργών..).

 Ίσως και να μην υπάρχει ούτε μια φράση του «συγγραφικού» παρασκευάσματος του Κ. Πλεύρη που να μην προκαλεί το ποινικό ενδιαφέρον. Η ελληνική δικαιοσύνη, ασφαλώς, και υπό τη βαρυσήμαντη «στάμπα» του Εφετείου, αποφάνθηκε πως, όχι, δεν προτρέπουν σε ρατσιστική βία και δεν προσβάλλουν «από μόνο το λόγο της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής ή του θρησκεύματος» φράσεις όπως οι ακόλουθες: «έτσι θέλουν οι εβραίοι, διότι μόνον έτσι καταλαβαίνουν: εντός 24 ωρών και εκτελεστικό απόσπασμα» ή «εβραίος και άνθρωπος είναι έννοιες αντιφατικές» και άλλες, ων ουκ έστι αριθμός (και όριο μίσους).

 Το να υποδείξει απλώς κανείς τις ανακρίβειες του «βιβλίου» είναι ανώδυνο και ευχερές. Απαιτείται ίσως ένας πρόσθετος φωτισμός, ικανός να αναδείξει, ανάμεσα στις σελίδες αλλά και στο «περικείμενο» της δίκης, εκείνη την πασαρέλα των κλισέ, πάνω στην οποία εμπεδώνεται και βαδίζει αόρατη η «κοινοτοπία του κακού». Όταν, λόγου χάρη, ο συνήγορος υπεράσπισης αποκάλεσε «κατηγορούμενους» τους μάρτυρες κατηγορίας προέβη σε ένα εύγλωττο γλωσσικό ολίσθημα: η αντιστροφή της σχέσης θύματος/θύτη είναι ένα δόκιμο εργαλείο και μια πάγια καταφυγή του διαχρονικού αντισημιτισμού. Η ιστορία είναι τόσο παλιά όσο και (ανησυχητικά) νέα: η μεθόριος ανάμεσα στην ίδια την πράξη και στις συνθήκες εκκόλαψής της θα ξεθωριάζει ολοένα –και άλλο τόσο θα επισπεύδονται τα πογκρόμ «του μέλλοντός μας».


[1] Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Στοχασμοί για το εβραϊκό ζήτημα, μετ.: Αθανάσιος Σαμαρτζής, πρόλογος: Αρλέτ Ελκαΐμ-Σαρτρ, Εστία, 2006, σ.σ., 19 - 21

[2] ό.π., σ., 22

[3] ό.π., σ., 35

[4] Ιμμάνουελ Καντ, Δοκίμια, μτφρ. Ευ. Παπανούτσος, Δωδώνη, 1971, σ. 41

(C) all rights reserved by Jean Cohen