Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2005, 224 σελίδες.

Κριτική Ρένα Μόλχο
*


 
Το έργο αποτελείται από τέσσερεις μελέτες που εξετάζουν την καταστροφή των Εβραίων και μια ακόμη των Τσάμηδων, με άλλοθι την υπό αίρεσιν ελληνικότητά των. Καθώς δεν έχω ασχοληθεί με τους Τσάμηδες πέρα από το ότι στο σχολείο διδάχτηκα τον τσάμικο ως ελληνικό χορό, θα περιοριστώ στο τμήμα του βιβλίου που εστιάζει στον ρόλο των χριστιανών πολιτών και των θεσμικών τους οργάνων στη συρρίκνωση του ελληνικού εβραϊσμού, στα 120 χρόνια συγκρότησης του ελληνικού κράτους.

 

 Οι Εβραίοι που έχουν απομείνει στην Ελλάδα είναι τώρα πιά ελάχιστοι. Παρόλ’αυτά ακόμη και σήμερα η εβραϊκή καταγωγή χρησιμοποιήται, ενίοτε αρνητικά ως επιχείρημα μομφής όπως για παράδειγμα στην υπόθεση Ροζάκη,  άλλοτε πάλι «θετικά» για λόγους προβολής του νεότερου ελληνικού πολιτισμού όταν τίθεται θέμα αξιολόγισης της συμπεριφοράς της ελληνικής πολιτείας προς τις μειονότητες[1].

 

 Η αμφιθυμία αυτή είναι μάλιστα τόσο έκδηλη ώστε να έχει σφραγίσει και τον  νόμο που θέσπισε την επέτειο της εβραϊκής γενοκτονίας στην Ελλάδα[2]. Στην 4η διάταξη του νόμου τίθεται ως όρος η προϋπόθεση ότι η δαπάνη της επετείου δεν θα βαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό. Από το 2005 δηλαδή, το κράτος εγκρίνει τις επετειακές τελετές υπό τον όρο όμως ότι το κόστος θα βαρύνει αποκλειστικά τις εβραϊκές κοινότητες. Συνεπώς η ελληνικότητα των Εβραίων της Ελλάδας εξακολουθεί να αμφισβητείται, εφόσον ακόμη και ο νομοθέτης παραβλέπει ότι και οι Εβραίοι κατέχουν την ελληνική ιθαγένεια, έχουν πολεμήσει για την Ελλάδα, εξακολουθούν να  εκτελούν την στρατιωτική τους θητεία και να πληρώνουν τους φόρους τους, όπως και οι υπόλοιποι έλληνες. Από τη στιγμή όμως που κρατικοί φορείς ορθά επωμίζονται τα έξοδα των αντίστοιχων επετείων της γενοκτονίας των 800 ελλήνων σφαγιασθέντων στα Καλάβρυτα ή στον Χορτιάτη, ή των 218  στο Δίστομο κ.ά. η σημερινή διάκριση απέναντι στους 62.573 Ελληνες Εβραίους, που επίσης δολοφονήθηκαν γεννά «σκληρά» ερωτήματα για το πολιτικό παρελθόν της χώρας μας και καθιστά το βιβλίο του Γ. Μαργαρίτη που τα μελετά εξαιρετικά επίκαιρο.  Αναγκαστικά τίθεται ζήτημα περί της άνισης και άδικης μεταχείρησης των ελληνικών  μειονοτικών ομάδων από τα θεσμικά όργανα του κράτους αλλά και μεγάλες ομάδες της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας, που αν δεν συνέβαλαν, οι περισσότεροι, πάντως στάθηκαν απαθείς μπροστά στον αφανισμό των συμπατριωτών τους, ακόμη πιο «ανεπιθύμητων» σε περιόδους κρίσης όπως η Κατοχή.

 

Η περίπτωση των Τσάμηδων συμπυκνώνει την βίαια αντίδραση που γεννά το ασύμβατο για το ελληνικό εθνικό πρότυπο δηλαδή της κοινής καταγωγής μιας ομάδας που έχει διαφορετική θρησκεία. Με βάση την ίδια αντίληψη στην περίπτωση των Εβραίων η απόρριψη παίρνει την πιο ακραία μορφή φυλετικής  εχθρότητας που είναι ο αντισημιτισμός.

 

Υπάρχει όμως αντισημιτισμός στην Ελλάδα? Όταν η ξένη βιβλιογραφία βρίθει δημοσιεύσεων στην προσπάθεια κατανόησης, του διεθνούς αυτού φαινομένου, στην Ελλάδα ελάχιστοι μόνον κοινωνικοί επιστήμονες δέχονται ότι ο αντισημιτισμός αποτελεί πρόβλημα της ελληνικής ιστορίας[3]. Ίσως η έλλειψη ενδιαφέροντος να οφείλεται στην απουσία πανεπιστημιακού φορέα εβραϊκών σπουδών ή επειδή πιστεύθηκε ότι οι Ελληνες αποτέλεσαν μοναδική εξαίρεση και αντιστάθηκαν στο φαινόμενο του πολιτικού αντισημιτισμού. Ωστόσο, το εντυπωσιακά υψηλό ποσοστό εβραίων θυμάτων σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας από το 1821 ως το 1945, επιβάλλει την αμφισβήτηση αυτής της απλουστευτικής άποψης.

 

Αυτό ακριβώς προκαλεί τον προβληματισμό του Γιώργου Μαργαρίτη. Λογικά είναι αδύνατον οι 31 ανθούσες εβραϊκές κοινότητες κατά την ελληνική επανάσταση να περιορίσθηκαν σε 8 εμβρυακών διαστάσεων κοινότητες ως την απελευθέρωση χωρίς την συνεργία  της ελληνικής πλευράς. Η υπόθεση αυτή οδηγεί τον δίκαια καταξιωμένο ιστορικό να απομυθοποιήσει την επίσημη εκδοχή ανατρέποντας ένα ακόμη ταμπού της ελληνικής ιστορίας και κοινωνίας που αποδίδουν ευθύνες μόνο στους Ναζί και τους Εβραίους. Με συγκρίσεις σημαντικών συμβάντων που χαρακτηρίζουν τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό και θαυμαστά διατυπωμένες ορθολογικές αναλύσεις επιλεγμένων χρονικά αντίστοιχων περιπτώσεων τοπικού αντιεβραϊσμού[στην Τρίπολη, την Κέρκυρα και τη Θεσσαλονίκη], που με τη συγκρότηση  του  ελληνικού εθνικού κράτους μετατρέπεται σε αντισημιτισμό, [«…μια περιήγηση, 1821,1891, 1931» σσ. 27-47], ο Μαργαρίτης καθιστά κατανοητό το «πώς» και το «ότι» τοπικοί παράγοντες προλείαναν το έδαφος για τη συρρίκνωση μιας εκ των δύο αρχαιότερων ντόπιων μειονοτήτων πριν από τη Κατοχή. Ας σημειωθεί όμως ότι η περίπτωση του εμπρησμού του Κάμπελ το 1931 δεν προκλήθηκε μόνον από οικονομικές εντάσεις. Πρόσφατες μελέτες παρακολουθούν τις πολιτικές σκοπιμότητες τις οποίες εξυπηρετούσε η θεσμική νομιμοποίηση του αντισημιτισμού από τις βενιζελικές κυβερνήσεις μεταξύ του 1917-1931 στη Θεσσαλονίκη[4]. Η κλιμάκωση των συμβάντων αυτών στον μεσοπόλεμο εξηγεί πως μια αμφίβολη οργάνωση όπως τα Τρία Εψιλον επιβλήθηκε και κατάφερε να επιτύχει τον σκοπό της και να βάλει τους Εβραίους στο στόχαστρο.

 

Σε δεύτερο στάδιο εξετάζονται οι λόγοι για τους οποίους η ύπαρξη αντισημιτισμού «εξορκίζεται» και απορρίπτεται συστηματικά από την ελληνική εθνική μνήμη[ «Η εξόντωση των Εβραίων της Ελλάδας : ιδεολογία, κοινωνικές εντάσεις και συγκυρία» σσ.49-67»]. Με παραδείγματα από τα Γιάννενα και σε άλλο σημείο την Κέρκυρα[σσ.125-26] επισημαίνεται ότι το 1944 οι οικονομικές βλέψεις των πολιτών επικαλύπτονταν με τους στόχους του κατακτητή, με τον οποίον πολλοί συνεργάστηκαν και επωφελήθηκαν από την εκτόπιση των συμπολιτών τους όπως και σε άλλα μέρη. Για τον ίδιο λόγο άλλωστε ακόμη και μετά την Κατοχή υιοθετήθηκε και εκεί παρόμοια κανονιστική γραφειοκρατική πρακτική με αυτή που εφάρμοζαν οι ναζί προς νομιμοποίηση του εγκλήματος. Χωρίς το κύρος του Γ.Μαργαρίτη, η άποψη αυτή δύσκολα θα γινόταν  ανεκτή. Όσο και αν είναι γνωστό ότι η έκταση αυτών των περιπτώσεων  καθόρισε την τοπική ιστορία της γενοκτονίας και την απώθησης της μνήμης της[5], τα αντίστοιχα στοιχεία για τη Θεσσαλονίκη σχολιάζονται στο επόμενο κεφάλαιο και συσχετίζονται με τη στάση της Αντίστασης[σσ. 69-72]

 

Στο ίδιο πλαίσιο εγκαινιάζεται η συζήτηση για το πρόβλημα μη διάσωσης περισσότερων Εβραίων από τις δυνάμεις της Αντίστασης. Για τον σκοπό αυτό επισημαίνονται και τεκμηριώνονται η παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος και άμεσων αναφορών στις πηγές του αντιστασιακού κινήματος ειδικά για την τύχη του εβραϊκού πληθυσμού της χώρας καθώς και η απουσία ανάλογων κινητοποίησεων με στόχο την  αποτροπή των εκτοπίσεων[73-78]. Συνακόλουθα, με μια εξαιρετική ανάλυση των συνθηκών για την χρονικά «ασύμπτωτη» συγκυρία της εκτόπισης σε εξέλιξη και της καθυστέρισης συγκρότησης του ένοπλου αγώνα, καταρρίπτεται η θεωρία της απόδοσης των ευθυνών αποκλειστικά στην απροθυμία των Εβραίων να ακολουθήσουν τον δρόμο της Αντίστασης.

 

Τελευταία και αναπόφευκτα μεγαλύτερη η μελέτη για τη στάση της ορθόδοξης εκκλησίας απέναντι στο ολοκαύτωμα. Εξετάζεται πρώτα ο καθοριστικός της ρόλος στην καλλιέργεια αντιεβραϊκού ή αντισημιτικού αισθήματος καθώς και οι σκοπιμότητες που εξυπηρετούσε η κατά περίπτωση ενίσχυση, ανοχή ή απόρριψη της εχθρότητας σε συγκεκριμένες στιγμές της ελληνικής ιστορίας που η εκκλησία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο. Στην Κατοχή για παράδειγμα που, ως υπεύθυνη για την κοινωνική πρόνοια, η εκκλησία απέκτησε μεγαλύτερη ισχύ τα καταδικαστικά κείμενα και οι επιστολές για τη βάναυση μεταχείρηση των Εβραίων από τον κατακτητή και τις εκτοπίσεις περιορίστηκαν στον λόγο του πολιτικά ορθού πράττειν. Οι περιστασιακές βαπτίσεις από τον Δαμασκηνό δεν αρκούσαν ως πράξεις πρωτοβουλίας, ικανές να αποτρέψουν την γενοκτονία. Και αν αμφισβητείται κατά πόσο κάτι τέτοιο ήταν τότε δυνατόν, υπενθυμίζω ότι αυτό έγινε με επιτυχία  από πολλούς ιδιώτες που ξεπέρασαν τα όρια τους, αλλά και στον Βόλο και ακόμη περισσότερο στη Ζάκυνθο, εκεί δηλαδή όπου η εκκλησία, η πολιτεία και οι κοινωνικές δυνάμεις ανέλαβαν από κοινού και επέτυχαν τη διάσωση όλων σχεδόν των Εβραίων του νησιού.

 

*Η Δρ. Ρένα Μόλχο είναι λέκτορας στο Πάντειο πανεπιστήμιο, στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας. Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή 4.12.05


[1] Θαν.Βερέμης-Φωτ.Κωνσταντοπούλου, (επιμ.)Οι Ελληνες Εβραίοι.Στοιχεία της ιστορίας τους μέσα από τα διπλωματικά και ιστορικά έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών, Καστανιώτης , Αθήνα 2000.

[2] ΦΕΚ 51, 28 Φεβρ. 2005, διάταξη 4, σ. 613.

[3] Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Θάνος Λίποβατς, Ρένα Μόλχο, Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ζήσης Παπαδημητρίου,  Αννα Φραγκουδάκη,  Ανδρέας  Χριστινίδης.

[4] Π.χ.: Σαμ Χασσίδ, «Η αλλοθρησκη ψήφος στις εκλογές του 1920», στο Χρ.Κωνσταντοπούλου, Λ.Μαράτου-Αλιπράντη, Δ.Γερμανός και Θ.Οικονόμου(επιμέλεια), «Εμείς» και οι «Αλλοι», Εθνικό κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, εκδ.Τυπωθήτω, Αθήνα, 1999,  σσ.363-373. Ρένα Μόλχο, «Η αντιεβραϊκή νομοθεσία του Βενιζέλου  στον μεσοπόλεμο και πώς μια δημοκρατία μπορεί να γίνει αρωγός του αντισημιτισμού”, στο Σύγχρονα Θέματα, τεύχος 82, Ιούνιος, 2003, σς.53-59. [Σελίδα 43 στον Γ.Μαργαρίτη].

[5] Ρένα Μόλχο, «Προβλήματα ένταξης της Γενοκτονίας στη συλλογική εθνική μνήμη:η περίπτωση της Θεσσαλονίκης», Ο Πολίτης, Μάϊος, 2005, σσ. 31-39.

Κατηγορία: Εβραϊσμός