Haaretz Δευτέρα 22.06.2020
Του Γιαν Γκραμπόβσκι*

Οι καλές προθέσεις των Γερμανών πολιτικών και ακαδημαϊκών να αναλάβουν την αποκλειστική ευθύνη για τη ναζιστική γενοκτονία βοηθάνε πλέον άλλους δράστες να ξεπλύνουν τη δική τους συμμετοχή στο έγκλημα.

Ενώ οι περισσότεροι Ισραηλινοί και Αμερικανοί ιστορικοί της Σοά τείνουν να αφιερώνουν όλο και περισσότερη προσοχή στα θύματά της, οι Γερμανοί ακαδημαϊκοί διαπρέπουν στη μελέτη του «δικού τους» λαού: τις μονάδες του στρατού, τη ναζιστική ηγεσία, τους απλούς ανθρώπους, τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Αυτό το μερικό ενδιαφέρον οδήγησε στην άνοδο της Tätergeschichte («της ιστορίας των θυτών»), ένα ρεύμα ιστορικής γραφής που έχει γίνει σήμα-κατατεθέν των Γερμανών ιστορικών που ασχολούνται με το Ολοκαύτωμα.

Αλλά αυτή η αμετακίνητη, αποκλειστική εστίαση στους τρόπους με τους οποίους το Ολοκαύτωμα διαπράχτηκε αποκλειστικά και μόνο από τη Γερμανία θέτει πλέον εν κινδύνω την ιστορία του Ολοκαυτώματος, τη διαστρέβλωσή της και ακόμα και την πλαστογράφηση της. Για να κατανοήσει κανείς αυτό τον απρόσμενο ισχυρισμό, ας ταξιδέψουμε πίσω στο Τούτζινγκ (Tutzing), ένα γραφικό χωριό κοντά στο Μόναχο. Συμμετείχα σε ένα ακαδημαϊκό εργαστήριο εκεί, όπου συναντήθηκαν Γερμανοί και άλλοι ειδικοί στην ιστορία του Ολοκαυτώματος και δημιουργήθηκαν ζευγάρια συζήτησης μεταξύ Γερμανών και μη-Γερμανών συνομιλητών τους ώστε να συζητήσουμε τις προσεγγίσεις μας στην ιστορία.

Γρήγορα έγινε φανερό ότι κάποιοι από τους Γερμανούς συναδέλφους ένιωθαν ότι η εξειδίκευση «της ιστορίας των θυτών» είχε φτάσει στο λογικό της τέλμα. Οι εξηγήσεις για αυτό ήταν οι εξής: οι εκατοντάδες μελέτες της γερμανικής κοινωνίας, των αστυνομικών και των στρατιωτικών μονάδων, της ναζιστικής ηγεσίας, των κομματικών δομών και της συμμετοχής τους στο Ολοκαύτωμα δεν άφηναν πλέον πολύ χώρο για περαιτέρω έρευνα.

Πολλοί ξένοι καθηγητές (εμού συμπεριλαμβανομένου) προσπάθησαν να ισχυριστούν το αντίθετο. Η Ιστορία των Θυτών είναι μακριά από το τέλος της: θα μπορούσε να ανθίσει ακόμη περισσότερο. Αλλά οι Γερμανοί καθηγητές θα έπρεπε να διευρύνουν το πρίσμα του θεμελιώδους ορισμού του θύτη ως Γερμανού και αποκλειστικά Γερμανού. Θα έπρεπε τουλάχιστον να ρίξουν κάποιο από το φταίξιμο για τη Σοά στους ώμους των μαζών των μη-Γερμανών δρώντων, σχεδόν από όλα τα έθνη της κατεχόμενης Ευρώπης, οι οποίοι με ενθουσιασμό και συχνά χωρίς παρότρυνση και περιορισμό, έλαβαν μέρος στις γενοκτονικές δράσεις της ναζιστικής Γερμανίας.

Η πρόταση να επεκταθεί το πεδίο έρευνας αντιμετωπίστηκε κατά κύριο λόγο με σιωπή από τους Γερμανούς ιστορικούς. Πιστεύω ότι η απροθυμία τους να δεσμευτούν μέσα σε αυτή την αντιπαράθεση είχε να κάνει με δύο κυρίως ζητήματα. Το ένα είναι ότι η μελέτη των λεγόμενων «παρατηρητών» (bystanders) του Ολοκαυτώματος (μια κατηγορία που συχνά περιλαμβάνει τους τοπικούς συνεργάτες των Γερμανών) απέτρεπε την εστίαση του τι είχε συμβεί με τη γερμανική «ψυχή» στον Β’ Π.Π. και άρα θεωρούταν μικρότερης αξίας ερευνητικός προσανατολισμός από τους Γερμανούς ιστορικούς.

Για να το διευκρινίσω: το Ολοκαύτωμα και η ακαδημαϊκή του μελέτη έχει εξυπηρετήσει σαν ένας φακός μέσα από τον οποίο οι Γερμανοί θα μπορούσαν να δούνε μέσα στη δική τους κοινωνία ώστε να κατανοήσουν τι πήγε τρομακτικά στραβά με αυτήν. Ήθελαν να γνωρίσουν πως αυτά που ήταν μοναδικά σε αυτούς – τάσεις, χαρακτηριστικά, πολιτικά και θρησκευτικά στοιχεία – είχαν όλα τους συνωμοτήσει προκειμένου να γίνει η γενοκτονία εφικτή. Και οι Γερμανοί ιστορικοί έτσι ανέλαβαν μόνοι τους την αποστολή να κρίνουν αν, στις δεκαετίες μετά τον Β’ Π.Π., αυτά τα σάπια χαρακτηριστικά, σβήστηκαν από τη γερμανική εθνική κοινότητα και το γερμανικό πολιτικό σώμα.

Υπήρχε παράλληλα μια από τα κάτω εκδοχή αυτής της εξέτασης της γερμανικής ψυχής κατά τον πόλεμο. Όταν ο Ντάνιελ Τζόνα Γκόλντχαγκεν (Daniel Jonah Goldhagen), ένας Αμερικάνος ιστορικός, δημοσίευσε το βιβλίο του «Οι Πρόθυμοι Δήμιοι του Χίτλερ: οι συνηθισμένοι Γερμανοί και το Ολοκαύτωμα» το 1996, οι ακαδημαϊκοί δεν ενθουσιάστηκαν αλλά το βιβλίο έγινε αμέσως επιτυχημένο στη Γερμανία και πούλησε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Ο Γκόλντχαγκεν εξερευνούσε την έννοια του «εξοντωτικού αντισημιτισμού», ενός περίεργου είδους μοχθηρών πολιτισμικών και ιδεολογικών προκαταλήψεων που παρουσιάστηκαν ως μοναδικά στη γερμανική κοινωνία.Αρχή φόρμας

Ο «εξοντωτικός αντισημιτισμός» έδωσε στους Γερμανούς αναγνώστες μια χειροπιαστή και διαχειρίσιμη απόδειξη του τι είχε πάει λάθος. Αλλά πρόσφερε επίσης ένα μέτρο ψυχικής παρηγοριάς. Αφού ο αντισημιτισμός είχε κατά βάση εξαλειφθεί από τη Γερμανία (και στα τέλη του 1990 λίγοι ήταν αυτοί που είχαν άλλη άποψη για αυτό) δεν θα μπορούσαν ξανά να υπάρξουν τέτοιες βαναυσότητες. Η Γερμανία είχε πια ανοσοποιηθεί.

Υπήρχε και ένας δεύτερος λόγος που οι Γερμανοί ακαδημαϊκοί ανησυχούσαν τόσο για την έρευνα των μη-Γερμανών θυτών: οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής κατεύθυνσης, ακόμη και στο μικρότερο βαθμό, του φταιξίματος για τη γενοκτονία μακριά από τους Γερμανούς και προς άλλους Ευρωπαίους, θεωρείται επικίνδυνο: αναθεωρητισμός στην καλύτερη και, στη χειρότερη, που άσκηση που οδηγεί στο τέλος της καριέρας κάποιου. Μια περιοχή μη προσβάσιμη, όπου κανείς Γερμανός ιστορικός δεν θα έκανε την κίνηση να μπει.

Πίσω στο Τούτζινγκ δεν είχα ιδέα για τις ευρύτερες συνέπειες αυτού του φαινομένου. Οι καλοί, καλών προθέσεων Γερμανοί ήταν πρόθυμοι να πάρουν πάνω τους όλο το φταίξιμο. Δεν είναι και τόσο κακό αυτό, σκεφτόμουν. Οι καιροί, ωστόσο, έχουν αλλάξει. Στον ρου της τελευταίας δεκαετίας, όλο και περισσότερα κράτη στην Ευρώπη, περισσότερο ή λιγότερο δημοκρατικά, έχουν αναπτύξει με έναν ενεργητικό τρόπο τις δικές τους ιστορικές αφηγήσεις και τις επιβάλλουν τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό τους κοινό. Όλα τους έχουν ένα κοινό στοιχείο: βασίζονται στην υπόθεση της δικής τους εθνικής αθωότητας.

Η ξεκάθαρη άρνηση του Ολοκαυτώματος, η κατάρα του παρελθόντος, δεν βρίσκεται πια στην ατζέντα. Αυτό στο οποίο εμπλέκονται πια οι αρχές στην Πολωνία, την Ουκρανία, την Ουγγαρία ή τη Λιθουανία (η λίστα των πιο πλέον υπαίτιων χωρών είναι μεγαλύτερη) είναι η διαστρέβλωση του Ολοκαυτώματος. Το Ολοκαύτωμα συνέβη, ισχυρίζονται, αλλά εμείς, ως λαός δεν είχαμε να κάνουμε τίποτα μ’ αυτό. Τα απομονωμένα άτομα που πράγματι ήταν θύτες, αποκλείονται αυτόματα από μόνοι τους από την πολωνική, ή λιθουανική, ή ουγγρική εθνική κοινότητα, τη λαϊκή τους κοινότητα (Volksgemeinschaft).

Για τα κράτη και τους θεσμούς που εμπλέκονται σε αυτό το είδος ιστορικής διαστρέβλωσης και για τους εθνικιστές πολιτικούς που τους δίνουν σκοπό ύπαρξης και χρήματα σε αυτά, η γερμανική θέση της ανάληψης της αποκλειστικής ευθύνης του Ολοκαυτώματος, καλωσορίζεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Το κλειδί της θέσης-Γκόλντχαγκεν που ανοίγει όλες τις πόρτες – ότι οι Γερμανοί έχουν έναν μοναδικό εξοντωτικό αντισημιτισμό – ξεπλένει βολικά τις σκοτεινές πράξεις τόσων άλλων Ευρωπαίων, είτε είναι Λιθουανοί, είτε Ουκρανοί, Ούγγροι και Πολωνοί, οι οποίοι έκαναν συνειδητά τις δικές τους συνεισφορές στην εξόντωση των Ευρωπαίων Εβραίων. 

Καθώς οι μάχες γύρω από τη μνήμη του Β’ Π.Π. εντείνονται ανάμεσα στη Ρωσία και την Πολωνία, η γερμανική θέση έχει μετατραπεί στην πραγματικότητα σε μια απειλή προς τους ανεξάρτητους καθηγητές, ιστορικούς οι οποίοι βρίσκονται συνεχώς στη θέση των στόχων της θεσμικής και της κρατικά-επιχορηγούμενης οργής.

Καθώς οι συζητήσεις για το Ολοκαύτωμα και την αποκλειστικότητα (ή μη) της γερμανικής ευθύνης παρέμειναν στο πεδίο της ακαδημαϊκής αντιπαράθεσης, είχαν ένα πολύ μικρό αντίκτυπο. Αλλά μόλις αναδύθηκαν ως ημι-επίσημες διακηρύξεις, υπογεγραμμένες από τα ανώτερα επίπεδα του γερμανικού κράτους, η κατάσταση απέκτησε μια διαφορετική δυναμική και απαιτεί μια δυνατότερη απάντηση.

Ένα ξεκάθαρο παράδειγμα που αποδίδει περιληπτικά το γερμανικό πρόβλημα με την ιστορία ήταν ένα άρθρο που σημάδευε την 75η επέτειο της συνθηκολόγησης της ναζιστικής Γερμανίας στο τέλος του Β’ Π.Π., το οποίο συνυπέγραψαν ο Γερμανός υπουργός εξωτερικών Χάϊκο Μαας (Heiko Maas) και ο καθηγητής Αντρέας Βίρσινγκ (Andreas Wirsching), διευθυντής του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας (Institut für Zeitgeschichte) στο Μόναχο in Munich. Είχε τον τίτλο «Δεν υπάρχει πολιτική δίχως ιστορία» και δημοσιεύτηκε σε αρκετές γλώσσες.

 Το πιο σημαντικό μέρος του κειμένου εξετάζει την αποκλειστική ευθύνη της Γερμανίας για το ξέσπασμα του Β’ Π.Π. και την αποκλειστική ευθύνη της Γερμανίας για το Ολοκαύτωμα. «Η Γερμανία μόνη της είναι υπεύθυνη για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στο Ολοκαύτωμα. Αυτοί που σπέρνουν την αμφιβολία για αυτό και αποδίδουν σε άλλες χώρες το ρόλο του θύτη, αδικούν τα θύματα, εκμεταλλεύονται την ιστορία για ίδιο όφελος και διχάζουν την Ευρώπη.»

 Ως Πολωνός και καθηγητής ιστορίας του Ολοκαυτώματος, πρέπει με όλο το σεβασμό να διαφωνήσω. Καταλαβαίνω ότι το Ολοκαύτωμα ήταν ένα γερμανικό σχέδιο και καταλαβαίνω ότι ο υπουργός Μάας και ο καθηγητής Βίρσινγκ θέλουν να κάνουν αξιοπρεπές και τίμιο αναλαμβάνοντας την ευθύνη για αυτό, όπως το έχουν κάνει οι Γερμανοί ακαδημαϊκοί επί τόσο πολλά χρόνια. Καταλαβαίνω επίσης ότι ο κύριος στόχος σας είναι να προειδοποιήσετε για την άνοδο της γερμανικής ακροδεξιάς (αλλά τότε ίσως η επιστολή αυτή θα έπρεπε να υπογραφτεί από τον υπουργό Εσωτερικών και όχι τον υπουργό Εξωτερικών). Αν και καταλαβαίνω τα κίνητρά τους, διαφωνώ έντονα με την προτεινόμενη θεραπεία.

Στη βιασύνη τους να αποδεχτούν οι Γερμανοί ολόκληρη την ευθύνη για το Ολοκαύτωμα, ξέχασαν ότι η ιστορία της εβραϊκής καταστροφής είναι ένα σύνθετο ζήτημα. Δεν υπάρχει απολύτως καμία αμφιβολία (και το δηλώνω αυτό με κάθε σοβαρότητα) ότι το γενοκτονικό σχέδιο ήταν μονάχα γερμανικό, αλλά πρέπει κανείς να λέει επίσης ότι αυτό το γερμανικό σχέδιο βρήκε πολλούς πρόθυμους συνεργούς και συνεργάτες σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη.

Η προθυμία να οικειοποιηθεί κανείς όλο το φταίξιμο για το Ολοκαύτωμα είναι ευγενών προθέσεων, αλλά στην περίπτωση της εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης, υπάρχει αρκετό φταίξιμο για όλους.

 Στη βιασύνη σας να αναλάβετε ολόκληρη την ευθύνη για το Ολοκαύτωμα, στερείτε από εμάς τους Πολωνούς, εμάς τους Ούγγρους, εμάς τους Γάλλους, εμάς τα μέλη τόσων άλλων εθνών, το δικό μας δικαίωμα και καθήκον να αναλάβουμε το φταίξιμο για τις δικές μας δραματικές και προβληματικές ιστορίες. Ναι οι πρόγονοι σας, Γερμανοί, δημιούργησαν το αυθεντικό σχέδιο, κινήσατε τους τροχούς σε κίνηση και εκτελέσατε το φοβερό αυτό έργο -–δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό. Αλλά μπορείτε να μας αρνηθείτε εμάς, τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, το δικαίωμά μας να αντιπαρατεθούμε με το δικό μας παρελθόν;

Ως Πολωνός έχω το δικαίωμα, επιτρέψτε μου να αναδιατυπώσω, την υποχρέωση, να υπολογίσω και να σκεφτώ όλους αυτούς τους Πολωνούς Εβραίους που ληστεύτηκαν, δολοφονήθηκαν, αποκηρύχτηκαν και ξετρυπώθηκαν από τις κρυψώνες τους και χώθηκαν μέσα στα γκέτο προς εξόντωση, ή και οδηγήθηκαν στα τρένα του θανάτου με τη βοήθεια των συμπατριωτών μου. Είναι καθήκον μας ως πολίτες να έχουμε το δικαίωμα να μιλάμε και να σκεφτόμαστε για τους ανθρώπους που πολύ συχνά συμμετείχαν στο γερμανικό σχέδιο εξόντωσης των Εβραίων χωρίς καμία παρότρυνση, χωρίς εξαναγκασμό, συχνά με προθυμία, ενθουσιασμό και ζήλο.

Σίγουρα οι Λιθουανοί θα ήθελαν να αναλάβουν κάποιο φταίξιμο και την ευθύνη για την τρομακτική «κοινοτική γενοκτονία» που διέπραξαν οι συμπατριώτες τους εναντίον των ντόπιων Εβραίων. Οι Λετονοί πρέπει να πάρουν κάποιο φταίξιμο για τους δολοφονικούς τους κομάντο και άλλους εθελοντές του θανάτου. Οι Ουκρανοί θα έπρεπε να στοχαστούν πάνω στα ένστολα ή μη πλήθη τους που πήραν μέρος στη μαζική δολοφονία των Ουκρανών Εβραίων.

Οι Δανοί θα έπρεπε να συνεχίσουν να στοχάζονται πάνω στους Ναζί εθελοντές τους οι οποίοι κυνήγησαν ακούραστα τους Εβραίους του Άμστερνταμ και άλλων περιοχών. Οι Σλοβάκοι έχουν το δικό τους φταίξιμο για τους Φρουρούς της Χλίνκα (Hlinka Guards) και τις δεκάδες χιλιάδες Σλοβάκων Εβραίων που μαστίγωσαν μέχρι θανάτου στα γερμανικά εργοστάσια θανάτου. Και οι Κροάτες (αυτή η λίστα θα μπορούσε να είναι πολύ πιο εκτεταμένη) έχουν το ίδιο «δικαίωμα» να πάρουν ένα μικρό κομμάτι του φταιξίματος για το Ολοκαύτωμα.

Ο Σαούλ Φρίντλεντερ (Saul Friedlaender), ένας από τους πλέον επιφανείς ιστορικούς του Ολοκαυτώματος, σημείωσε στο επιδραστικό του βιβλίο «Τα Χρόνια της Εξόντωσης»: one of the Holocaust’s most eminent historians , noted in his seminal "Years of Extermination”:

«Ούτε μια κοινωνική ομάδα, ούτε μια θρησκευτική κοινότητα, ούτε ένας πανεπιστημιακός θεσμός ή μια επαγγελματική ένωση στη Γερμανία και σε ολόκληρη την Ευρώπη δεν διακήρυξε την αλληλεγγύη της με τους Εβραίους (κάποιες χριστιανικές εκκλησίες μονάχα, ως έναν βαθμό, διακήρυξαν ότι οι προσηλυτισμένοι Χριστιανοί, πρώην Εβραίοι, ήταν μέρος του ποιμνίου τους). Αντιθέτως, πολλά εκλογικά σώματα, πολλές ομάδες εξουσίας ενεπλάκησαν άμεσα στις απαλλοτριώσεις κατά των Εβραίων και πρόθυμα επεδίωξαν, και από κίνητρα απληστίας, την ολοκληρωτική τους εξαφάνιση. Έτσι, οι ναζιστικές και οι σχετικές αντι-εβραϊκές πολιτικές μπορούσαν να ξεδιπλωθούν μέχρι τα πιο ακραία επίπεδα χωρίς να εμποδιστούν από οποιαδήποτε αντιτιθέμενα συμφέροντα.»

Ως ιστορικοί, δεν έχουμε ακόμα ανακαλύψει οποιαδήποτε γενοκτονία στην ανθρώπινη ιστορία που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν οι ντόπιοι πληθυσμοί, οι γείτονες, δεν συμμετείχαν.

Στο τελευταίο μέρος του άρθρου του Μάας και Βίρσινγκ, διακηρύττουν ότι όποιος διαφωνεί με την αποκλειστική ενοχή της Γερμανίας, «εργαλειοποιεί την ιστορία και διχάζει την Ευρώπη». Αυτή βέβαια είναι μία κακή και λανθασμένη άποψη.

Στη βιασύνη τους να κάνουν το σωστό, ένας επιφανής Γερμανός πολιτικός και ένας επιφανής Γερμανός ακαδημαϊκός έκαναν ακριβώς αυτό ενάντια στο οποίο μας προειδοποίησαν: εργαλειοποίησαν και διαστρέβλωσαν την ιστορία του Ολοκαυτώματος και ενθαρρύνουν τις διχαστικές δυνάμεις του εθνικισμού, της αφοσίωσης στη φυλή και του ρατσισμού, ενισχύοντας τους ανθρώπους που σήμερα σε όλη την Ευρώπη αρνούνται να αποδεχτούν το δικό τους φταίξιμο και τη δική τους ευθύνη για το παρελθόν, τους ανθρώπους που αρνούνται να μάθουν τα μαθήματα της ιστορίας. Η Γερμανία δεν πρέπει να μας πάρει το δικαίωμα και το καθήκον να έρθουμε αντιμέτωποι με τη δική μας ιστορία.

Αυτό, δυστυχώς, είναι το χειρότερο πράγμα που οι καλών προθέσεων Γερμανοί μπορούν να κάνουν. Και αν υπάρχει ένα πράγμα που οι Γερμανοί δεν μπορούν να κάνουν – με κανέναν τρόπο, και ασχέτως των τρεχουσών ή των μελλοντικών τους πολιτικών προθέσεων – είναι να διαστρεβλώνουν και να φαλκιδεύουν την ιστορία του Ολοκαυτώματος.֍

*Ο Γιαν Γκραμπόβσκι (Jan Grabowski) είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οτάβα και επίτιμος καθηγητής στο Κέντρο Ανεπτυγμένων Μελετών του Ολοκαυτώματος του Μουσείου του Ολοκαυτώματος των Ηνωμένων Πολιτειών. Έχει λάβει το διεθνές βραβείο βιβλίου του 2014 για την έρευνα για το Ολοκαύτωμα από το μουσείο του Γιαντ Βασέμ (Yad Vashem) με το βιβλίο του «Κυνήγι Εβραίων» (Judenjagd).

Αρχική Πηγή: https://www.haaretz.com/world-news/.premium-germany-is-fueling-a-false-history-of-the-holocaust-across-europe-1.8938137

Δευτερεύουσα Πηγή: https://israelstories.wixsite.com/mysite/post/germany-fueling-holocaust-distortion