1/3/2005

Το παρακάτω πολύ επμεριστατομένο άρθρο για το Πατρειαρχείο της Ιερουσαλήμ μας έστειλε ο ιστορικός Δρ . Γιάκοβ Σιμπή.

 

 ΙΣΤΟΡΙΑ

Το αυτοκέφαλο ή ανεξάρτητο εκκλησιαστικά ανατολικό Ορθόδοξο πατριαρχείο είναι δεύτερο σε ιεραρχία μετά το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Ο Πατριάρχης του θεωρείται διάδοχος του Αγίου Μάρκου του Ευαγγελιστή και είναι ο θρησκευτικός ηγέτης και της ορθόδοξης εκκλησίας της Αφρικής.

Οι Χριστιανοί ανέκαθεν απέδιδαν μεγάλη σημασία στην Ιερουσαλήμ και λόγω του συσχετισμού της με τη ζωή του Ιησού και επειδή αποτέλεσε την εστία της πρώτης κοινότητας των μαθητών του. Όσο η χριστιανική πίστη κέρδιζε έδαφος στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τόσο μεγάλωνε το γόητρο της πόλης. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, που διάκειτο ευνοϊκά προς τον Χριστιανισμό, προώθησε την ανοικοδόμηση μεγαλόπρεπων βασιλικών ναών σε πολλούς από τους Αγίους Τόπους κατά τον 4ο αιώνα μ. Χ..


Ο μοναστικός βίος ξεκίνησε στη Παλαιστίνη πολύ γρήγορα μετά την ίδρυση των πρώτων χριστιανικών εκκλησιών στην Αίγυπτο, και μοναστήρια συνέχισαν να ακμάζουν στη περιοχή, κυρίως στην έρημο, ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και τη Νεκρά θάλασσα.

Το 451 η Σύνοδος της Χαλκηδόνας αποφάσισε να αναβαθμίσει την εκκλησία της Ιερουσαλήμ σε βαθμό Πατριαρχείου. Αυτή η αναβάθμιση προκάλεσε την αποσύνδεση τριών εκκλησιαστικών επαρχιών, με εξήντα περίπου επισκοπές, από το Πατριαρχείο της Αντιόχειας, στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκαν μέχρι τότε και την ένταξή τους κάτω από τη Βυζαντινή κυριαρχία. Όντας προορισμός χιλιάδων προσκυνητών και ″Μήτηρ πασών των εκκλησιών″ η Ιερουσαλήμ συνέχισε να ευημερεί. Οι εισβολές των Περσών του 614 και των Αράβων το 637 έβαλαν τέρμα σ’ αυτή την ευημερία. Πολλές χριστιανικές εκκλησίες καταστράφηκαν και πολλοί Χριστιανοί βαθμηδόν εξισλαμίσθηκαν.

Το 1099 κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ οι Σταυροφόροι οπότε και εγκαθίδρυσαν το Λατινικό Βασίλειο, που κράτησε για έναν σχεδόν αιώνα. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής η Ρώμη ίδρυσε στη πόλη ένα Λατινικό Πατριαρχείο. Μια σειρά από Έλληνες Πατριάρχες, συνέχισαν να ασκούν τα καθήκοντά τους από την εξορία, ως επί το πλείστον από τη Κωνσταντινούπολη και επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ ή στα περίχωρά της μόνο μετά τη κατάρρευση του κράτους των Σταυροφόρων.

Το 1187 η Ιερουσαλήμ έπεσε στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων, γρήγορα όμως κατελήφθη από τους Αιγυπτίους Μαμελούκους. Οι Τούρκοι Οθωμανοί απέκτησαν τον έλεγχο της πόλης το 1516. Στη διάρκεια των 400 χρόνων της οθωμανικής κυριαρχίας έλαβαν χώρα πολλοί αγώνες επικράτησης πάνω στους Αγίους Τόπους, ανάμεσα στις διάφορες χριστιανικές αιρέσεις. Στα μέσα του 19ου αιώνα οι Τούρκοι κυρίαρχοι, που έτρεφαν εχθρότητα προς τις δυτικές εκκλησίες, ενώ προς την Ορθόδοξη (ανατολική) εκκλησία έτρεφαν μεγαλύτερη συμπάθεια, απέδωσαν την κυριότητα των περισσότερων από αυτούς τους τόπους στον ελληνικό έλεγχο. Έτσι το ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο απέκτησε μεγάλες εκτάσεις. Αυτές οι διευθετήσεις παρέμειναν χωρίς αλλαγή και κατά τη διάρκεια της Βρετανικής Εντολής στη Παλαιστίνη που άρχισε το 1917 και ακολούθως κάτω από την Ιορδανική και την Ισραηλινή διοίκηση.



ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ

Το Πατριαρχείο διοικείται από μια Ιερή Σύνοδο της οποίας προεδρεύει ο Πατριάρχης. Τα μέλη της, που δεν υπερβαίνουν τα 18, είναι όλα κληρικοί που διορίζονται από τον Πατριάρχη. Υπάρχει, επί πλέον, ένα είδος μεικτού ελεγκτικού συμβουλίου των αποφάσεων του Πατριαρχείου, το οποίο όμως είναι εντελώς ανενεργό, λόγω του ότι ο Πατριάρχης είναι ο απόλυτος κυρίαρχος όλων των μηχανισμών του Πατριαρχείου.





ΕΝΤΑΣΕΙΣ

Το γεγονός ότι το ιερατείο του Πατριαρχείου αποτελείται από Έλληνες, ενώ το ποίμνιο των πιστών είναι Άραβες, αποτέλεσε πηγή διαμάχης στις νεότερες εποχές. Από το 1534 και μετά, όλοι οι Πατριάρχες στην Ιερουσαλήμ ήταν Ελληνικής εθνικότητας. Τώρα ο Πατριάρχης και οι επίσκοποι ανασύρονται από την αγιοταφίτικη αδελφότητα, μια μοναστική ιερουσαλημίτικη κοινότητα που ιδρύθηκε τον 16ο αιώνα και που έχει ως μέλη 90 Έλληνες κληρικούς και τέσσερις Άραβες. Ο νυμφευμένος κλήρος ανασύρεται απόλυτα από τον τοπικό αραβικό πληθυσμό. Αυτό εξηγεί γιατί οι Άραβες ιερωμένοι δεν φτάνουν ποτέ σε ψιλές βαθμίδες ιεροσύνης και γιατί η βυζαντινή λειτουργία διεξάγεται στα μεν μοναστήρια στα ελληνικά, στις δε ενοριακές εκκλησίες στα αραβικά.

Τα μέλη της ελληνορθόδοξης εκκλησίας στο Ισραήλ και όλη τη περιοχή (Ιορδανία και Παλαιστινιακή αρχή) είναι στην μεγάλη τους πλειοψηφία Άραβες – υπολογίζονται σε 100.000 ψυχές. Ο τελευταίος Άραβας πατριάρχης υπηρέτησε πριν 400 χρόνια και από τότε στο πατριαρχείο κυριαρχούν Έλληνες κληρικοί που έρχονται στο Ισραήλ από την Ελλάδα συνήθως σε μικρή ηλικία για να σπουδάσουν στα εκπαιδευτικά ιδρύματα του Πατριαρχείου. Σιγά-σιγά ανεβαίνουν στην εσωτερική Ιεραρχία και αναλαμβάνουν τις διάφορες θέσεις.







ΠΕΡΙΟΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΑ

Οι μακροχρόνιες εντάσεις που ήταν αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ξαναξέσπασαν τον Μάιο του 1992 όταν ιδρύθηκε η Αραβική-Ορθόδοξη Επιτροπή Πρωτοβουλίας που είχε σκοπό να πιέσει προς την κατεύθυνση της αραβοποίησης του Πατριαρχείου, ως του μόνου τρόπου να διατηρηθεί μια αυθεντική Ορθόδοξη μαρτυρία στη περιοχή. Έκτοτε τέθηκε υπό συζήτηση και η απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας και άλλων οικονομικών διαχειρίσεων του Πατριαρχείου και απαιτήθηκε υπάρξει διαφάνεια στα οικονομικά και οι εκκλησιαστικοί λογαριασμοί να ανοίξουν στο κοινό. Υπήρξε επίσης απαίτηση το ελληνικό ιερατείο να δείξει λίγη φροντίδα σε ότι αφορά την ευημερία της αραβικής-ορθόδοξης κοινότητας, κάτι που επαληθευόταν και από τον αριθμό των σχολείων που μειώθηκαν από έξι το 1967 σε τρία. Το Σεπτέμβριο του 1994 η επιτροπή προειδοποίησε ότι η κατάσταση οδηγεί σε σύγκρουση. Πάντως, οι δραστηριότητες της κοινότητας, συνάντησαν την σθεναρή αντίσταση του Πατριάρχη Διόδωρου και της Ιεράς Συνόδου, που υποστήριξαν κατηγορηματικά την ιερατική ελευθερία δράσης και τον ιστορικό ελληνικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου.



ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ

Το Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ τήρησε επίσης αρνητική στάση έναντι του Οικουμενικού κινήματος: το 1989 ανακάλεσε τους εκπροσώπους του από όλους τους διμερείς θεολογικούς διαλόγους στους οποίους συμμετείχε. Ο Πατριάρχης δήλωσε ότι οι άλλοι Χριστιανοί εκμεταλλεύονται τον διάλογο ως μέσον προσηλυτισμού, και δεδομένου ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ήδη κατέχει πλήρως την χριστιανική αλήθεια, δεν έχει κανέναν λόγω να λαμβάνει μέρος σε τέτοιες συζητήσεις.

Εν τούτοις, το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων συνεχίζει να λαβαίνει μέρος στις εργασίες του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών και στο Μεσανατολικό Συμβούλιο Εκκλησιών, και ο πρώην Πατριάρχης Διόδωρος πρόθυμα υπέγραφε κοινές ανακοινώσεις με άλλους τοπικούς εκκλησιαστικούς ηγέτες, ιδιαίτερα για θέματα που αφορούσαν την κατάσταση των Χριστιανών στους Αγίους Τόπους. Αυτές οι τοπικές πρωτοβουλίες εκκλησιαστικής συνεργασίας προετοίμασαν το έδαφος για ένα προσχέδιο κοινού μνημονίου που έφερε τον τίτλο ″Η σημασία της Ιερουσαλήμ για τους Χριστιανούς″ που υπογράφηκε από τους Πατριάρχες και επικεφαλής όλων των παραδοσιακών εκκλησιών που υπάρχουν στην Ιερουσαλήμ, συμπεριλαμβανομένου του Φραγκισκανού Κούστο στους Αγίους Τόπους, στις 23 Νοεμβρίου 1994. Από τότε οι ίδιοι εκκλησιαστικοί ηγέτες συναντιόντουσαν κάθε δυο μήνες στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο υπό την προεδρία του πατριάρχη.







ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΩΝ

Εδώ και μερικά χρόνια η Παλαιστινιακή Αρχή (ΠΑ) συνεχίζει τις προσπάθειες να κυριαρχήσει πάνω στις χριστιανικές εκκλησίες στο Ισραήλ, κυρίως στην Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με μια έκθεση, των υπηρεσιών ασφάλειας του Ισραήλ, που παρουσιάστηκε στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης. Η έκθεση επισημαίνει ότι η Παλαιστινιακή Αρχή στην Ιερουσαλήμ άνοιξε ένα καινούργιο μέτωπο κατάληψης των Πατριαρχείων και ιδιαίτερα, του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου (το οποίο κατέχει τεράστια ακίνητη περιουσία). Μέσω αυτών των ιδρυμάτων ελπίζει να της δοθεί η δυνατότητα να ελέγχει τον Πανάγιο Τάφο, την εκκλησία της Μαρίας Μαγδαληνής και άλλους χριστιανικούς τόπους. Οι ισραηλινές πηγές ασφάλειας εξηγούν ότι από την εμπειρία τους από την ΠΑ στη Βηθλεέμ γίνεται αντιληπτό ″ότι έλεγχος πάνω στους χριστιανικούς τόπους της Ιερουσαλήμ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός για την αποκόμιση διεθνούς πολιτικής επιρροής στον χριστιανικό κόσμο″. Υπό το πνεύμα αυτό, η Παλαιστινιακή Αρχή ψάχνει να προσαρμόσει τους εορτασμούς ′Βηθλεέμ 2000′ με τέτοιο τρόπο ώστε να κερδίσει ένα πολιτικό θέαμα. Στην πραγματικότητα, συνεχίζει η έκθεση, η ΠΑ ″ χρησιμοποιώντας τον έμμεσο έλεγχο πάνω στην Εκκλησία της Γέννησης στην Βηθλεέμ ως μέσον επιρροής πάνω στο ελληνορθόδοξο και αρμένικο Πατριαρχείο επηρεάζει την πολιτική θέση της ελληνικής κυβέρνησης και της ΕΕ.





ΤΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑ ΣΗΜΕΡΑ

Μέχρι σήμερα, τέσσερις εκκλησίες και Πατριαρχεία στην Ιερουσαλήμ έχουν, στην ουσία, περιέλθει υπό παλαιστινιακό έλεγχο. Η ΠΑ στοχεύει σε τέσσερις ακόμα κοινότητες-κλειδιά: το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο, το Αρμένικο Πατριαρχείο, το Φραγκισκανικό Τάγμα και την Ελληνοκαθολική Επισκοπή της Γαλιλαίας. Η έκθεση αναφέρει, επίσης λεπτομερώς, τους συγκεκριμένους ελιγμούς της ΠΑ που στοχεύουν στην απόκτηση του ελέγχου πάνω στο ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ και στην ελληνοκαθολική επισκοπή στη Γαλιλαία. Τέλος στην έκθεση προτείνεται ″... η κατάληψη του ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου στην Ιερουσαλήμ από τη ΠΑ πρέπει να σταματήσει διότι ένα ποσοστό των ιεροσολυμίτικων συνοικιών Ρεχάβια και Αμπού Τορ ανήκει στο Πατριαρχείο″. Σύμφωνα με την έκθεση επίσης ″πρέπει να δοθεί στο Πατριαρχείο πολιτική και αμυντική υποστήριξη για να μπορεί να αντικρούει τις απειλές εναντίον της ζωής Ελλήνων επισκόπων και ιερέων″.





ΕΚΛΟΓΗ ΝΕΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ

Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Διόδωρου τον Δεκέμβριο του 2000, η Ιερά Σύνοδος εξέλεξε την 13η Αυγούστου 2001 τον Μητροπολίτη Ειρηναίο από την Ιεράπολη (Μπέτ-Σεάν) ως Πατριάρχη Των Ιεροσολύμων. Τη διαδικασία εκλογής συνόδευαν άπειρα σκάνδαλα.

Το παλιό και πλούσιο ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο έχει στάτους μικρού βασιλείου στην ιερή γη. Ο Πατριάρχης είναι ο απόλυτος κυρίαρχος της τεράστιας περιουσίας που κατέχει το Πατριαρχείο στο Ισραήλ και σε άλλες χώρες. Δεν υπάρχει υπεράνω του κανένας υπεύθυνος. Όμως οι διαδικασίες εκλογής πρέπει να έχουν την έγκριση των κοσμικών αρχών στους Αγίους Τόπους. Επί εκατοντάδες χρόνια ο Οθωμανός σουλτάνος ήταν ο μοναδικός κυρίαρχος των εκτάσεων του Πατριαρχείου στις δυο όχθες του Ιορδάνη. Τα τελευταία χρόνια στην περιοχή αυτή υπάρχουν τρεις πολιτικές οντότητες: το Ισραήλ, η Ιορδανία και η Παλαιστινιακή Αρχή. Η εκλογή, λοιπόν, του νέου Πατριάρχη έπρεπε να εγκριθεί επίσημα από τις τρεις κοσμικές αρχές. Η κυβέρνηση της Ιορδανίας και η Παλαιστινιακή Αρχή, αμέσως, τον αναγνώρισαν επίσημα, όμως η κυβέρνηση του Ισραήλ δεν ήθελε τον Ειρηναίο.
Χωρίς την κυβερνητική αναγνώριση δυσκολευόταν ο Ειρηναίος να εκτελέσει τα καθήκοντά του. Η υπογραφή του δεν αναγνωριζόταν στους διάφορους οργανισμούς και έπρεπε να χρησιμοποιεί πλάγια μέσα για να διοικεί τα οικονομικά του Πατριαρχείου. Στον αγώνα για την αναγνώριση της εκλογής του χρησιμοποίησε τα σημαντικότερα δικηγορικά γραφεία του Ισραήλ όπως τα γραφεία του Γιαακόβ Ένεμαν, Γκιλάντ Σερ και Νταν Αβί-Γιτσχάκ.

Οι εκλογές έγιναν υπό τη σκιά φημών για δωροδοκίες, ανάμειξη ξένων κυβερνήσεων, παράνομων οργανώσεων, και μεγάλων οικονομικών οργανισμών που ενδιαφέρονταν για τα ακίνητα που το Πατριαρχείο έχει στη κατοχή του, απειλών ζωής κτλ.

Το Ισραήλ αναγνώρισε επίσημα τον Πατριάρχη μόνο την 31η Μαρτίου 2004.





ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ

Και μετά την εκλογή συνεχίστηκαν οι καταγγελίες εναντίον του Ειρηναίου. Τον κατηγόρησαν ότι πλαστογράφησε έγγραφα και ότι προσπάθησε να δωροδοκήσει τον τότε Γραμματέα της ισραηλινής κυβέρνησης και νυν βουλευτή Γκίντον Σάαρ. Άλλες καταγγελίες είχαν σχέση με ποινικά αδικήματα που έκανε την περίοδο των εκλογών όπως απόπειρες δολοφονίας, υποκλοπές, καταχρήσεις, αντισημιτικές εκφράσεις, δημοσίευση ανήθικων φωτογραφιών, από τον αντίπαλό του, που τον δείχνουν σε παιδεραστική περίπτυξη. Το όνομά του ακούστηκε επίσης στην υπόθεση του ″ελληνικού νησιού″. Υπόθεση για την οποία διεξάγονται σήμερα στο Ισραήλ ποινικές έρευνες εναντίον εργολάβων, επιχειρηματιών ακόμα και πολιτικών προσώπων. Η ισραηλινή αστυνομία εξέτασε όλες τις περιπτώσεις όμως δεν βρήκε ενοχοποιητικά στοιχεία. Ακόμα και μετά την αναγνώρισή του από το Ισραήλ δεν σταμάτησε η εναντίον του εκστρατεία. Πριν μερικούς μήνες παλαιστινιακές εφημερίδες δημοσίευσαν πληροφορία ότι συνελήφθη και φυλακίστηκε Παλαιστίνιος από τη Ραμάλα, που ισχυρίστηκε ότι πήρε μισό εκατομμύριο δολάρια για να δολοφονήσει τον Ειρηναίο. Ο κρατούμενος αρνήθηκε τη κατηγορία, ο Ειρηναίος όμως δήλωσε ότι κάποιος στο Πατριαρχείο θέλει να τον δολοφονήσει.





ΑΤΑΛΛΑ ΧΑΝΑ

Τη 19η Ιουνίου 2002 ο πατήρ Ατάλλα Χάνα (με το εκκλησιαστικό όνομα Μονσινιόρ Θεοδόσιος), ο Άραβας-Παλαιστίνιος εκπρόσωπος του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου στην Ιερουσαλήμ, σε μια διάλεξη στο Zayed Center for Coordination and Follow-Up in Abu Dhabi, τόνισε την προσωπική του υποστήριξη και την υποστήριξη του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου στις επιθέσεις αυτοκτονίας των Παλαιστινίων εναντίον άμαχων Ισραηλινών και στην με κάθε άλλο τρόπο παλαιστινιακή αντίσταση στη ισραηλινή κατοχή. Αργότερα, ο Έλληνας Πατριάρχης των Ιεροσολύμων Ειρηναίος, πήρε αποστάσεις από τον Χάνα και αποφάσισε να τον απολύσει. Μια κίνηση που δημιούργησε μεγάλες εντάσεις ανάμεσα στο Πατριαρχείο και τους Ελληνορθόδοξους Άραβες πιστούς του.

Είπε ο Χάνα: ″... μια βασική αρχή που επιδοκιμάζεται από όλα τα παλαιστινιακά πολιτικά κόμματα είναι η συνέχιση της ιντιφάντα εναντίον των ισραηλινών φρικαλεοτήτων. Γι’ αυτό η Εκκλησία στηρίζει πλήρως την αντίσταση για την απελευθέρωση από το Ισραήλ. Όπως ξέρετε, τα πολιτικά κόμματα στη Παλαιστίνη συμφωνούν να συνεχιστεί η ιντιφάντα, που περιλαμβάνει διάφορους τρόπους αγώνα. Κάποιοι αγωνιστές της ελευθερίας υιοθετούν τον μαρτυρικό θάνατο ή την αυτοκτονία με βόμβα, ενώ άλλοι επιλέγουν άλλες μεθόδους... Οι Μουσουλμάνοι και οι Χριστιανοί είναι ένα και το αυτό και δεν μπορούν να χωρίσουν στον αγώνα για την ελευθερία της Παλαιστίνης. Είμαστε Παλαιστίνιοι και Άραβες″

Παρόμοιες εκφράσεις που αποδίδονται στον Χάνα δημοσιεύτηκαν και σε ιορδανικές εφημερίδες και σε εφημερίδες των ενωμένων εμιράτων. Αργότερα ο Χάνα προσπάθησε να αρνηθεί όσα του καταλόγιζαν.



ΟΙ ΓΕΩΡΓΙΑΝΕΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΕΣ

Όποιος βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ σίγουρα τα βήματά του τον έφεραν και στο μοναστήρι του Σταυρού, ένα πανέμορφο μοναστήρι στο κέντρο της πόλης κτισμένο στην ομώνυμη κοιλάδα του Σταυρού. Οι εκτάσεις γύρω από το μοναστήρι και την κοιλάδα είναι μεγάλης αξίας. Πάνω τους είναι κτισμένα μεταξύ άλλων το Μουσείο της Ιερουσαλήμ και η Ισραηλινή Βουλή. Όλες αυτές οι εκτάσεις ανήκαν κάποτε στην Γεωργιανή Ορθόδοξη εκκλησία και πριν από 300 χρόνια παραδόθηκαν στην εντολή του ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου. Τελευταία, η Γεωργιανή εκκλησία ζητά να τις επιστραφεί το μοναστήρι. Έτσι οι σχέσεις μεταξύ των δυο εκκλησιών μπήκαν σε μια ένταση που πρόσφατα κατέληξε στην καταστροφή από ″αγνώστους″ του σπάνιου γεωργιανού έργου τέχνης που στόλιζε έναν από τους κίονες της μονής του Σταυρού, και που παρουσιάζει τον εθνικό ποιητή της Γεωργίας Σότα Ρουσταβέλι συγγραφέα του εθνικού έπους ″Τυλιγμένος με δέρμα λεονταριού″. Οι έρευνες δείχνουν ότι η καταστροφή του έργου έγινε από ελληνορθόδοξους παπάδες που δεν ήθελαν μέσα στο μοναστήρι να υπάρχει μαρτυρία που να αποδεικνύει την κυριότητα του.





ΥΠΟΘΕΣΗ ΒΑΒΥΛΗ

Θα μπορούσαμε να πούμε και άλλα πολλά που συνέβησαν και εξακολουθούν να συμβαίνουν στο ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο την περίοδο του Ειρηναίου του Α. Εξ άλλου δεν είναι η πρώτη φορά που το Πατριαρχείο και ο Πατριάρχης του αποτελούν πηγή φημών διαφθοράς. Παλιότερα υπήρξαν πατριάρχες που ήταν ύποπτοι ότι λαθρεμπορεύονταν χρυσάφι, ακόμα και ναρκωτικά. Γιατί όμως προέκυψε ξαφνικά το θέμα Βαβύλη και ειδικότερα αυτήν την περίοδο;

Ένας από τους λόγους της μη αναγνώρισης του Πατριάρχη από το Ισραήλ, για μεγάλο χρονικό διάστημα, οφείλεται και στις προσωπικές και εργασιακές του σχέσεις με τον Γιάσερ Αραφάτ και τη στάση του προς το Ισραήλ. Αυτό φαίνεται και από την επιλογή του εκπροσώπου του και εκπροσώπου του Πατριαρχείου, τον οποίον τελικά αναγκάστηκε να απολύσει.

Το Ισραήλ φοβήθηκε ότι οι σχέσεις αυτές θα είχαν επιπτώσεις στις παραδοσιακές αμοιβαίες επιχειρηματικές σχέσεις του με το Πατριαρχείο. Από τη μια το Πατριαρχείο νοίκιαζε και πουλούσε στο Ισραήλ εδάφη στο πλαίσιο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του, από την άλλη το Ισραήλ στήριζε το Πατριαρχείο και κατ’ επέκταση τα ελληνικά δίκαια στη περιοχή, να μη πέσουν στα χέρια των Παλαιστινίων.

Οι απαιτήσεις της Αραβικής-Ορθόδοξης Επιτροπής Πρωτοβουλίας έχουν μια δόση δικαίου. Με την πάροδο των αιώνων τα ποίμνια των περισσότερων εκκλησιών στην Παλαιστίνη αποτελούνται από Άραβες, πράγμα που συνέβαλε στη σταδιακή μεταβίβαση των εκκλησιών και τελικά στη διαχείριση των περιουσιακών τους στοιχείων, από τα χέρια μερικών ξενόφερτων κληρικών, στους ίδιους τους εκπροσώπους του ποιμνίου και τους Άραβες κληρικούς.

Έτσι π.χ. το ελληνοκαθολικό πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ καθώς και το Πατριαρχείο της Αντιόχειας από καιρού έχουν περάσει σε αραβικά χέρια. Το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων που θεωρείται από τα πλουσιότερα στη περιοχή διοικείται ακόμα από μερικές δεκάδες, ελληνικής εθνικότητας, κληρικούς πράγμα που προκαλεί την δυσανασχέτηση του ποιμνίου.

Η αντίθεση του Ισραήλ σε μια τέτοια εξέλιξη είναι ευνόητη. Σε μια εδαφική διαμάχη ανάμεσα στο Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους μια τέτοια εξέλιξη μεταβίβασης ακίνητων περιουσιακών στοιχείων σε παλαιστινιακά χέρια θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα.

Τον τελευταίο καιρό όμως συνέβησαν δυο πράγματα που έχουν ευρύτερες επιπτώσεις. Ο θάνατος του Αραφάτ άλλαξε το τοπίο στις σχέσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών. Η εκλογή του Αμπού Μάζεν, η προσέγγιση Ισραήλ και Παλαιστινίων, η αλλαγή πολιτικής του Σαρόν και η επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών ανάμεσα στο Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους αναγέννησαν τις ελπίδες για επίλυση του μεσανατολικού.

Σε μια τέτοια περίπτωση μειώνονται τα συμφέροντα που έχει το Ισραήλ να εξακολουθεί και να στηρίζει τα ελληνικά δίκαια του Πατριαρχείου. Μπορεί κιόλας αυτό το θέμα να αποτελέσει χαρτί στις διαπραγματεύσεις είτε της μιας είτε της άλλης πλευράς.

Κάποιοι, λοιπόν, ενδιαφερόμενοι είτε αυτοί είναι ελληνορθόδοξοι κληρικοί είτε η Αραβική-Ορθόδοξη Επιτροπή Πρωτοβουλίας κάνουν το παν για να επωφεληθούν από τις αλλαγές των καιρών.

Αυτή είναι η ουσία αυτών που συμβαίνουν τελευταία με το Πατριαρχείο. Όλα τα υπόλοιπα, είτε αυτά λέγονται Βαβύλης, είτε Χριστόδουλος, είτε σχέσεις αρχιεπισκόπου και επισκόπων, είτε διαφθορά όλα δεν έχουν καμιά σχέση με την ουσία. Άλλα ο καθένας που έχει κάτι εναντίον κάποιου άλλου βρίσκει την ευκαιρία να κατακρίνει και να απαιτήσει.