ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΝΑΖΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ 

7.2.2008

 

   Η Αντιναζιστική Πρωτοβουλία καταγγέλλει για μια ακόμα φορά την εγκληματική στάση του διακομματικού καθεστωτικού μπλοκ κορυφής που επιτρέπει τη νόμιμη λειτουργία των ναζιστών της «Χρυσής Αυγής» και προστατεύει πολιτικά και αστυνομικά τις πολιτικές εκδηλώσεις τους στο κέντρο της πόλης. Είναι αυτό το διακομματικό μπλοκ που έχει την ευθύνη τόσο για τους χθεσινούς τραυματισμούς αντιφασιστών από τους μαχαιροβγάλτες όσο και για την πρωτοφανή ανοιχτή συνεργασία ΜΑΤ-ναζιστών.


Η Αντιναζιστική Πρωτοβουλία εκφράζει τη βαθιά συμπάθειά και τη συμπαράσταση της στα θύματα των επιθέσεων.

Οφείλουμε ωστόσο να εκφράσουμε για μια ακόμα φορά τη έντονη διαφωνία μας με τη μέθοδο και τις μορφές πάλης που επιλέχθηκαν από τους διοργανωτές για να αντιμετωπισθεί η συγκέντρωση των ναζιστών. Αυτή η διαφωνία υποχρέωσε την ΑΠ να μην συμμετέχει στην αντισυγκέντρωση του Σαββάτου, όπως δεν συμμετέχει σε όλες όσες γίνονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες και χρησιμοποιούν τις ίδιες μεθόδους τα τελευταία χρόνια.

Από άποψη αρχής οι δημοκράτες όχι μόνο έχουν το δικαίωμα αλλά και οφείλουν να ματαιώνουν την πολιτική δραστηριότητα των ναζιστών. Γιατί η λογική αυτής της δραστηριότητας είναι η οργανωμένη ρατσιστική βία. Αυτό έχει αποδειχτεί στην πράξη πάμπολλες φορές και με τους τραμπούκους μαχαιροβγάλτες της Χρυσής Αυγής.
Όμως κάθε βίαιη σύγκρουση των δημοκρατών με μια ναζιστική συμμορία, για να αδυνατίζει πολιτικά και να μην ενισχύει τη θέση της τελευταίας, πρέπει να έχει την υποστήριξη της πλατειάς δημοκρατικής μάζας. Για να εξασφαλίσουν αυτήν την υποστήριξη οι αντιφασίστες θα πρέπει: πρώτον να έχουν διαφωτίσει αποτελεσματικά το λαό για το ναζιστικό και δολοφονικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης συμμορίας, δεύτερον να έχουν αποδείξει ότι το κράτος παρανομεί και παραβιάζει κάθε συνταγματική αρχή όταν δεν θέτει εκτός νόμου αυτή τη συμμορία, και τρίτον, και το σημαντικότερο, να έχουν αποκαλύψει στο λαό ότι η κρατική αυτή συμπεριφορά οφείλεται στο γεγονός ότι όλα ανεξαίρετα τα κοινοβουλευτικά κόμματα υποστηρίζουν την νομιμότητα των ναζιστών και επιβάλουν την πολιτική και γι αυτό την ποινική ασυλία τους. Με λίγα λόγια μια βίαιη σύγκρουση με τους ναζιστές προϋποθέτει μια πολιτική καταγγελία όλων των πολιτικών κομμάτων που αποδέχονται αυτή τη νομιμότητα . Αυτό σημαίνει ότι ένα δημοκρατικό κίνημα για να φτάσει στην πλατεία Κολοκοτρώνη και να ματαιώσει μια συγκέντρωση ναζιστών πρέπει να έχει προηγούμενα περάσει από την Ρηγίλλης, την Χαριλαόυ Τρικούπη, τον Περισσό και να έχει καταλήξει στην πλατεία Κουμουνδούρου ώστε να έχει υποχρεώσει όλα αυτά τα κόμματα να πάψουν να κρύβονται και είτε να παραδεχτούν ότι περιθάλπουν και συμπαραστέκονται σε ναζιστές είτε να τους θέσουν εκτός νόμου.

Μόνο αν αυτή η πολιτική προετοιμασία έχει γίνει θα μπορεί η δημοκρατική βία να φανερωθεί στα μάτια του λαού σαν αυτό που είναι, δηλαδή σαν μια έσχατη αμυντική και δίκαιη πράξη μπροστά στην παρανομία και στην απάνθρωπη αντιδημοκρατία ενός ολόκληρου πολιτικού καθεστώτος.

Αλλά για να φανερωθεί σαν δίκαιη, αμυντική και δημοκρατική η λαϊκή βία θα πρέπει να κάνει μια τελευταία μεγάλη πολιτική πράξη: Θα πρέπει να ξεκόψει τον εαυτό της από κάθε εικόνα βίας που οι πλατειές λαϊκές μάζες έχουν αντιπαθήσει ή ακόμα μισήσει μέσα από την ίδια τους την πείρα. Δεν είναι δηλαδή δυνατό μια αντιφασιστική μειοψηφία να απαγορεύει ξαφνικά μια συγκέντρωση ναζιστών στην οποία αυτοί οι τελευταίοι αν και κληρονόμοι του δοσιλογισμού και φονιάδες εμφανίζονται σαν πατριώτες και υπερασπιστές της νομιμότητας, ούτε να αποσπάσει λαϊκή συμπάθεια όταν η ίδια φοράει κουκούλες, ή συνεργάζεται με κουκουλοφόρους. Γιατί οι τελευταίοι ανεξάρτητα από τις όποιες πολιτικές και κοινωνικές προθέσεις τους έχουν συνδέσει τον εαυτό τους με όσους για δεκαετίες καίνε σημαίες, σπάνε βιτρίνες, καίνε αυτοκίνητα και γενικά έχουν γίνει μισητοί στις πλατειές μικροαστικές ή και εργατικές μάζες που τις περιφρόνησαν σαν αλλοτριωμένες και τις προβόκαραν συστηματικά νομίζοντας συχνά ότι δρουν επαναστατικά.

Όσο αίμα και αν χύθηκε το Σάββατο και όσο να χυθεί ακόμα θα πάει χαμένο αν ο αντιφασισμός δεν διαχωριστεί αποφασιστικά με τις κουκούλες και δεν συγκρουστεί με όσους επιμένουν στις μορφές σύγκρουσης που έχουν ταυτιστεί με αυτές. Μόνο έτσι θα μπορεί να κοιτάξει κατάματα το λαό και να τον κερδίσει ενάντια στους ναζιστές. Τα ΜΑΤ θα αποκτηνώνονται και θα φασιστικοποιούνται ασταμάτητα και θα έχουν έγκριση για μεγαλύτερη βία από ένα όλο και πιο φοβισμένο και πιο μπερδεμένο κοινό όσο απέναντί τους δεν θα βρίσκεται ένα ανοιχτό, μαζικό και στη σύνθεσή του και στη νοοτροπία του δημοκρατικό κίνημα. Μόνο ένα τέτοιο κίνημα που θα έχει εξαντλήσει κάθε ειρηνική μορφή πάλης για την απαγόρευση των ναζιστών θα έχει το ηθικό έρεισμα να συγκρουστεί τελικά με μια αστυνομία και ένα πολιτικό καθεστώς που προστατεύουν τους ναζιστές. Τότε και μόνο τότε το κάθε μέλος αυτού του κινήματος θα μπορεί να βγει μπροστά σε όλο το λαό και να πει σε αυτό το πολιτικό καθεστώς και για όσο χρόνο αυτό θα καμώνεται ακόμα ότι είναι δημοκρατικό: «Ναι ήμουνα κι εγώ στη αντιναζιστική μάχη στο κέντρο της πόλης. Αν εσείς θέλετε τους φονιάδες ναζιστές να δρούν ελεύθερα τότε η δική μου θέση είναι στη φυλακή».

Δυστυχώς για μια ακόμα φορά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν αυτή η στάση και η νοοτροπία όσων διοργάνωσαν την αντισυγκέντρωση του Σαββάτου. Αυτοί από τη μια συσκότισαν όλα τα ουσιαστικά ζητήματα της πολιτικής δημοκρατίας και από την άλλη στην πράξη έβαλαν μπροστά στο τηλεοπτικό ανενημέρωτο κοινό το δίλημμα: είτε είστε με τους ναζιστές και τα ΜΑΤ είτε είστε με τους κουκουλοφόρους. Με λίγα λόγια έβαλαν μπροστά στο λαό ένα δίλημμα που ευνοεί αφάνταστα τους ναζιστές. Αν θέλουμε να βλέπουμε κατάματα την πραγματικότητα, δηλαδή το πώς κινείται η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού είναι ο φασισμός και όχι η δημοκρατία που βγαίνει πολιτικά κερδισμένη από τα επεισόδια του Σαββάτου. Όσο εμετικά και αν είναι τα ναζιστικά αποβράσματα εξ αιτίας της ιστορικής πείρας του πληθυσμού, η μεγάλη πλειοψηφία του όλο και πιο αποκομμένη από την πολιτική όλο και πιο ανασφαλής και γι αυτό όλο και πιο επιρρεπής στο εθνοσοβινιστικό κήρυγμα των φασιστών, συνεχίζει να ζητάει από τα ΜΑΤ τη σύλληψη των κουκουλοφόρων γιατί αυτοί πιο άμεσα συγκρούονται με τις διαθέσεις της και την άμεση της εμπειρία.

Την βασική πολιτική ευθύνη για αυτήν την ουσιαστική πολιτική ήττα του Σαββάτου την έχει ο βασικός διοργανωτής, ο Συνασπισμός που κρύφθηκε πίσω από τις μετωπικές του οργανώσεις για να παίξει για μια ακόμα φορά το διπρόσωπο καταστροφικό του παιχνίδι. Ο ίδιος ο Συνασπισμός είναι αντίθετος στην θέση να τεθεί εκτός νόμου η «Χρυσή Αυγή», ενώ κάποιες άλλες φιλικές του δυνάμεις της διοργάνωσης είναι υπέρ αυτής της θέσης. Έτσι το κάλεσμά της αντισυγκέντρωσης δεν περιείχε τη θέση της απαγόρευσης της «Χρυσής Αυγής» την ώρα που μόνη αυτή η θέση θα μπορούσε να θεμελιώσει πολιτικά την παρεμπόδιση της ναζιστικής συγκέντρωσης και την αναπόφευκτη σύγκρουση με την αστυνομία που προστάτευε αυτή τη συγκέντρωση. Αντίθετα η κατάργηση της ναζιστικής συγκέντρωσης αναζήτησε τη θεμελίωση της στο δευτερεύον ζήτημα ότι η ΧΑ θέλει να λυθεί με πόλεμο και όχι …ειρηνικά η ελληνοτουρκική αντίθεση!!! Λες και η ελληνική εξωτερική πολιτική επί 40 χρόνια δεν στηριζόταν στο ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές ήταν τάχα ζωτικής εθνικής σημασίας δηλαδή άξιζε να λυθούν με πόλεμο και λες και η μέθοδος λύσης των «διακρατικών εθνικών αντιθέσεων» είναι αυτή που προσδιορίζει τη διαφορά ανάμεσα στους ναζιστές και όλους τους άλλους αντιδραστικούς. Όμως δεν είναι αυτό το χειρότερο με τους διοργανωτές, ούτε το ότι αποφάσισαν την πλατφόρμα και τους στόχους της κινητοποίησής τους χωρίς να καλέσουν ανοιχτά σε διαβούλευση όλες τις αντιναζιστικές δυνάμεις, ανάμεσά τους και την Α.Π, ούτε ότι πάγια και σταθερά αρνούνται να καταδικάσουν στην πλατφόρμα τους τον αντισημιτισμό παρ όλο που αυτή η απόλυτη έκφραση θηριωδίας του ναζισμού κατατρώει κυριολεκτικά τη συνείδηση του ελληνικού λαού. Η πιο βαριά τους ευθύνη βρίσκεται στο ότι από τη μια δέχτηκαν να γίνουν οι αντιεξουσιαστές και αναρχικοί κουκουλοφόροι η αιχμή του δόρατος της αντιαστυνομικής και αντιναζιστικής βίας, από την άλλη αρνήθηκαν να τους στηρίξουν όταν έφτασε η στιγμή ή έκαναν πως δεν τους ξέρουν. Με την πολιτική, ούτε καταδικάζω- ούτε επικροτώ την αντιαστυνομική βία και με το τέχνασμα: είμαι εγώ που δέχτηκα έτσι απρόκλητα και ανεξήγητα την αστυνομική επίθεση, δηλαδή με το ότι αρνήθηκαν να κάνουν καθαρούς στο λαό τους στόχους τους στις 2 του Φλεβάρη οι διοργανωτές εξέθεσαν τον αντιναζισμό στην χειρότερη κατηγορία, εκείνη του πολιτικού καιροσκοπισμού και τον βύθισαν παραπέρα στην ανυποληψία. Αυτά όλα γιατί ο Συνασπισμός θέλησε να παραμείνει πάτρωνας του όποιου αντιναζισμού και ταυτόχρονα προστάτης «από τα μέσα» για λογαριασμό όλου του διακομματικού καθεστώτος της ναζιστικής νομιμότητας.

Η Αντιναζιστική Πρωτοβουλία θεωρεί ότι αυτού του είδους η λογική και η πρακτική αντιμετώπισης των ναζιστών πρέπει να τελειώνει. Δεν βρισκόμαστε πια στα 1990 όταν για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ο επιθετικός εθνοσοβινισμός όρμησε στην ελληνική πολιτική σκηνή και μόλις άρχισε να μετατρέπει το ελληνικό κράτος σε έναν μεγάλο τοπικό τραμπούκο. Σήμερα ο ναζισμός δεν είναι όπως τότε στο περιθώριο παρά μόνο οργανωτικά και μόνο στην ανοιχτή του εκδοχή. Από πολιτική άποψη οι βασικές του πολιτικές και ιδεολογικές αναφορές, δηλαδή ο αντισημιτισμός, ο εθνορατσισμός, ο αντικαπιταλισμός κρατικοφασιστικού τύπου και ο μονόπλευρα αντιδυτικός αντιιμπεριαλισμός ήδη είναι ισχυρές μέσα σε όλα τα κόμματα ενώ εκφράζονται και με συμπαγή τρόπο με ένα νέο μαζικό κόμμα το ΛΑΟΣ που είναι μετωπική έκφραση και ομπρέλλα του νεοναζισμού, και ταυτόχρονα είναι αποδεκτό από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα σαν ισότιμος και έγκυρος συνομιλητής. Μετά το ΛΑΟΣ στη Βουλή ο αντιναζισμός δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζεται σαν περιθωριακό φαινόμενο. Ήδη από προχθές οι μαχαιροβγάλτες έχουν φανερωθεί σαν παρακράτος, τμήμα του κράτους. Αυτή η αποκάλυψη είναι η θετική συνεισφορά της σύρραξης 2 του Φλεβάρη. Από δω και μπρος το ζήτημα του ανοιχτού και του καλυμμένου ναζισμού πρέπει να γίνει κεντρικό ζήτημα πολιτικής δημοκρατίας. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται όλοι οι πραγματικοί δημοκράτες αντιφασίστες να συσπειρωθούμε σε ένα μαζικό κίνημα που θα αντιμετωπίσει με κύρια πολιτικές μέθοδες το ανοιχτό και το καλυμμένο νεοναζιστικό κίνημα αποκαλύπτοντας και καταπολεμώντας πρώτα απ όλα την διακομματική βάση στήριξής του.

Αθήνα, 4 Φλεβάρη 2008